- ἀλγήματα
- ἄλγημαpain feltneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλγήμαθ' — ἀλγήματα , ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc pl ἀλγήματι , ἄλγημα pain felt neut dat sg ἀλγήματε , ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… … Dictionary of Greek
σπασμώδης — ες / σπασμώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σπασμός] 1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπασμώδης βήχας» β. «σπασμώδη ἀλγήματα») 2. αυτός που εμφανίζει σπασμό, σπασμωδικός («σπασμώδης κίνηση») αρχ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ σπασμώδης αυτός που… … Dictionary of Greek